καζούρα

καζούρα
chahut

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καζούρα — η πειράγματα, φάρσες: Οι μαθητές κάνουν μεγάλη καζούρα στον καθηγητή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καζούρα — η πείραγμα, φάρσα για γελοιοποίηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάζο + κατάλ. ουρα (πρβλ. θολ ούρα, μουτζ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • -ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • κασκαρίκα — η 1. αστείο πάθημα από απερισκεψία ή από τέχνασμα άλλου προσώπου, φιάσκο («έπαθα μια κασκαρίκα που δεν θα τήν ξεχάσω σ όλη μου τη ζωή») 2. το ίδιο το τέχνασμα από το οποίο προέρχεται η κασκαρίκα, χονδροειδής αστεϊσμός, καζούρα, φάρσα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • φάρσα — η (λ. ιταλ.) 1. λαϊκή κωμωδία που άκμασε κυρίως από το 14ο ως το 16ο αιώνα, και που το θέμα της έχει σκοπό να προκαλέσει το γέλιο με τη γοργή εναλλαγή απρόοπτων και κωμικών παρεξηγήσεων, χωρίς προσπάθεια εμφάνισης ανώτερης κωμικής τέχνης. 2.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”